- ντορβάς
- και ντουρβάς και τορβάς και τουρβάς, ο1. είδος μικρού σάκου που κρεμιέται με λουρί από τον ώμο, σακίδιο, πήρα («σένα σού πρέπει, αφέντη μου, ντορβάς», δημ. τραγούδι)2. μικρός σάκος γεμάτος με ζωοτροφή που δένεται κατάλληλα στον λαιμό του ζώου ώστε να μπορεί να τήν φάει3. κουβάς4. φρ. α) «τόν έβαλα στον ντορβά» — τόν εξαπάτησαβ) «βάζω το κεφάλι μου στον τορβά» — διακινδυνεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. torba].
Dictionary of Greek. 2013.