ντορβάς

ντορβάς
και ντουρβάς και τορβάς και τουρβάς, ο
1. είδος μικρού σάκου που κρεμιέται με λουρί από τον ώμο, σακίδιο, πήρα («σένα σού πρέπει, αφέντη μου, ντορβάς», δημ. τραγούδι)
2. μικρός σάκος γεμάτος με ζωοτροφή που δένεται κατάλληλα στον λαιμό του ζώου ώστε να μπορεί να τήν φάει
3. κουβάς
4. φρ. α) «τόν έβαλα στον ντορβά» — τόν εξαπάτησα
β) «βάζω το κεφάλι μου στον τορβά» — διακινδυνεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. torba].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ντορβάς — ντορβάς, ο και τορβάς, ο (λ. τουρκ.), μικρός σάκος συνήθ. τρίχινος, σακίδιο, αλλ. ταγάρι, οδοιπορικό σακί: Σένα σου πρέπ αφέντη μου ντορβάς και δεκανίκι (δημ. τραγ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναβολίδιον — ἀναβολίδιον, το (Μ) [ἀναβάλλω] κρεμαστή πήρα, μικρό ταγάρι, ντορβάς …   Dictionary of Greek

  • ταγάρι — το / ταγάριον, ΝΜ 1. σακίδιο από χοντρό μάλλινο ύφασμα που κρεμιέται στον ώμο ιδίως σε οδοιπορία, ντορβάς 2. τάγιστρο μσν. μέτρο ξηρών καρπών ή γεννημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταγή «τροφή τών υποζυγίων» + υποκορ. κατάλ. άρι(ον), πρβλ. δοκ άρι, λυχν… …   Dictionary of Greek

  • τορβάς — ο, Ν βλ. ντορβάς …   Dictionary of Greek

  • τουρβάς — ο, Ν βλ. ντορβάς …   Dictionary of Greek

  • τρουβάς — ο, Ν βλ. ντορβάς …   Dictionary of Greek

  • τορβάς — ο ντορβάς, ο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”